ἐκκειμένως
From LSJ
English (LSJ)
Adv.
A openly, ἐ. τοῦ ἤθους ἔχειν to be open, frank, Philostr. VS2.17.
German (Pape)
[Seite 762] offen daliegend, τοῦ ἤθους ἔχων Philostr. V. S. 2, 14, von offenem Charakter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκειμένως: ἐπίρρ. φανερῶς, ἐκκειμένως … ἔχειν, παρρησίᾳ χρῆσθαι, Φιλόστρ. 597.