τειχοποιέω
From LSJ
εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country
English (LSJ)
A build walls or fortifications, IPE12.418 (Chersonesus, i B.C./i A.D.), Poll.7.118:—τειχοποι-ητέον, Ph.Bel.84.4. II hold the office of τειχοποιός, Arg.2. D.18.
German (Pape)
[Seite 1081] ein τειχοποιός sein, Argum. Dem. or. de cor. p. 199, 20.
Greek (Liddell-Scott)
τειχοποιέω: κτίζω τείχη ἢ ὀχυρώματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2097, Πολυδ. Ζ΄, 118.