ἰσόβοιος
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
ον, (βοῦς)
A worth an ox, Hsch. s.v. ἀντίβοιος. II ἰσόβοιον, τό, a poppy-like flower, Id.
German (Pape)
[Seite 1264] einem Ochsen gleich an Werth, Erkl. von ἀντίβοιος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόβοιος: -ον, (βοῦς) ἔχων ἀξίαν ἑνὸς βοός, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίβοιος. ΙΙ. ἰσόβοιον, τό, «ἄνθος ὅμοιον μήκωνι», δηλ. ὅμοιον μὲ «παπαροῦναν», Ἡσύχ. ἐνλέξει.