ἔναυσις
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
εως, ἡ,
A taking from a neighbour, ὑδάτων τε πηγαίων καὶ πυρός Plu.Cim.10.
German (Pape)
[Seite 830] ἡ, das Anzünden, πυρός Plut. Cim. 10; ἀστραπῆς ἐναύσεις Criti. fr. p. 56 Bach.
Greek (Liddell-Scott)
ἔναυσις: ἡ, τὸ ἐναύειν, ἄναμμα, πυρὸς ἔναυσιν ἀνθρώπους ἐδίδαξαν Πλουτ. Κιμ. 10· ἀστραπῆς Κριτίας σ. 56, ἔκδ. Ν. Bach ἐν Λειψίᾳ 1827.