ἀπομαλακίζομαι

From LSJ
Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομᾰλᾰκίζομαι Medium diacritics: ἀπομαλακίζομαι Low diacritics: απομαλακίζομαι Capitals: ΑΠΟΜΑΛΑΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apomalakízomai Transliteration B: apomalakizomai Transliteration C: apomalakizomai Beta Code: a)pomalaki/zomai

English (LSJ)

   A to be weak or cowardly, show weakness, πρός τι in a thing, Arist.HA613a1, cf. Plu.Lyc.10.

German (Pape)

[Seite 314] aus Weichlichkeit etwas unterlassen, sich weichlich zeigen zu etwas, πρός τι Arist. H. A. 9, 7 Plut. Lyc. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομᾰλᾰκίζομαι: παθ., εἶμαι μαλακός, ἢ δειλός, δεικνύω ἀδυναμίαν, πρός τι, ἔν τινι πράγματι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9, 7, 4, πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 10.