ὁδοιδοκέω
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
English (LSJ)
A waylay, D.S.34/5.2.43.
German (Pape)
[Seite 293] an den Wegen auflauern, ein Räuber sein, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοιδοκέω: παραμονεύω ἐν ταῖς ὁδοῖς, Διοδ. Ἐκλογ. 601. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁδοιδοκεῖ· ὁδοσκοπεῖ», κατὰ δὲ Σουΐδ. «ὁδοιδοκῶ, τὰς ὁδοὺς ἐπιτηρῶ».