κλιμακηδόν
From LSJ
English (LSJ)
Adv., (κλῖμαξ)
A like a ladder or stairs, A.D.Adv.197.19: wrongly written κλημακιδόν in Hsch. s.v. προκρόσσας.
German (Pape)
[Seite 1453] stufenweis, auch = nach Art einer Treppe, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑμᾰκηδόν: Ἐπιρρ. (κλῖμαξ) δίκην κλίμακος, Συνέσ. 48C, Βασίλ., κτλ.· παρ’ Ἡσυχ. ἐν λέξ. προκρόσσας.