εὐμέλανος
From LSJ
καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
English (LSJ)
ον,
A well-blackened, inky, βροχίς AP6.295.4 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1080] mit guter Dinte, βροχίς Phani. 3 (VI, 295).
Greek (Liddell-Scott)
εὐμέλᾰνος: -ον, ἐπὶ μελανοθήκης, ἡ ἔχουσα καλὸν μέλαν, «μελάνι», καὶ τὰν εὐμέλανον βροχίδα Ἀνθ. Π. 6. 295.