διασαφηνίζω
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
A make clear, X.Mem.3.1.11, Ap.1; τινὶ τὰ πεπραγμένα D.H.11.33, cf. Aët.13.15:—Pass., HeroBel.98.6:
German (Pape)
[Seite 601] dasselbe, Xen. Mem. 6, 1, 11 u. öfter; auch Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διασᾰφηνίζω: ποιῶ τι σαφές, διευκρινῶ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 11, Ἀπολ. 1.