κερουτιασμός
From LSJ
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
German (Pape)
[Seite 1425] ὁ, Stolz, Phot. lex., wenn die Lesart richtig ist.
Greek Monolingual
κερουτιασμός, ὁ (Μ) κερουτιώ
υψηλοφροσύνη, έπαρση.