ὑγροπόρος
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
German (Pape)
[Seite 1171] durchs Nasse, durchs Wasser gehend, δαίμονες Nonn. D. 10, 123.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγροπόρος: -ον, = ὑγροκέλευθος, Νόνν. Δ. 10. 123, κλπ.