πενητοκόμος
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
German (Pape)
[Seite 554] Arme pflegend, Greg. Naz. ep. (VIII, 31), χεῖρες.
Greek (Liddell-Scott)
πενητοκόμος: -ον, ὁ φροντίζων περὶ τῶν πενήτων, περιποιούμενος αὐτούς, χεῖρες Ἀνθ. Π. 8. 31.