πενητοκόμος

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

German (Pape)

[Seite 554] Arme pflegend, Greg. Naz. ep. (VIII, 31), χεῖρες.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend soin des pauvres.
Étymologie: πένης, κομέω.

Russian (Dvoretsky)

πενητοκόμος: заботящийся о бедных, т. е. милосердный (χεῖρες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πενητοκόμος: -ον, ὁ φροντίζων περὶ τῶν πενήτων, περιποιούμενος αὐτούς, χεῖρες Ἀνθ. Π. 8. 31.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φροντίζει τους πένητες, τους φτωχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πένης, -ητος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφοκόμος].

Greek Monotonic

πενητοκόμος: -ον (κομέω), αυτός που φροντίζει τους φτωχούς, σε Ανθ.

Middle Liddell

πενητο-κόμος, ον, κομέω
tending the poor, Anth.