προικιμαῖος
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
α, ον,
A gratuitous, κτῆσις D.C.47.17. 2 belonging to a dowry, πράγματα POxy.126.17 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 725] was umsonst ist od. nicht bezahlt wird, Sp., wie D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
προικῐμαῖος: -α, -ον, (προὶξ) ὁ δωρεὰν διδόμενος, ὁ διδόμενος ὡς προίξ, κτῆσις Δίων Κ. 47. 17.