ἀφαρμάκευτος
English (LSJ)
[μᾰ], ον,
A without medicine, not physicked, Hp.Acut. (Sp.) 27; without cosmetics, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Alciphr.Fr.5.4.
German (Pape)
[Seite 407] ohne Arznei, Gift, Hippocr.; ungefärbt, τρίχες Alciphr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαρμάκευτος: -ον, ἄνευ φαρμάκου, ἐᾶν ἀφαρμάκευτον εἶναι Ἱππ. 401. 15· ἄνευ καλλωπιστικῶν φαρμάκων, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Ἀλκίφρων Ἀποσπ. 5. 4· ― ὁ ἄνευ φαρμάκων θεραπεύων, Ἰατρὸν ἀφαρμάκευτον, ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ, Βασίλ. Σελ. λογ. 35. σ. 180.