στρεβλόπους
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
πουν, gen. ποδος,
A crook-footed, Tz.H.10.623; = scaurus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 952] gen. ποδος, mit verdrehten, krummen Füßen, Philoxen. gloss.
Greek (Liddell-Scott)
στρεβλόπους: ουν, ὁ ἔχων στρεβλοὺς (στραβούς), διεστραμμένους πόδας, Τζέτζ. Ἱστ. 10. 623.