σκολιότης

From LSJ
Revision as of 11:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολῐότης Medium diacritics: σκολιότης Low diacritics: σκολιότης Capitals: ΣΚΟΛΙΟΤΗΣ
Transliteration A: skoliótēs Transliteration B: skoliotēs Transliteration C: skoliotis Beta Code: skolio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A crookedness, σ. τῆς καμπῆς, of a Parthian bow, Plu.Crass.24: in pl., the windings of a stream, Str.10.2.19; of windings generally, Id.12.8.15.    II metaph., inequality, σκολιότητα ἔχειν to be unequally affected, Hp.Acut. (Sp.) 22.    2 of men, crookedness, dishonesty, LXX Ez.16.5.

German (Pape)

[Seite 902] ητος, ἡ, Krümmung, Biegung, Windung, Schiefe, καμπῆς, Plut. Crass. 24; übertr., Unredlichkeit, Tücke, LXX. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκολιότης: -ητος, ἡ, τὸ σκολιόν, ἡ κυρτότης, τὸ λοξόν, σκ. καμπῆς, ἐπὶ τοῦ Παρθικοῦ τόξου, Πλουτ. Κράσσ. 24· ἐν τῷ πληθ., οἱ ἑλιγμοὶ ποταμοῦ, κτλ., Στράβ. 577. ΙΙ. μεταφορ., τὸ ἄνισον, σκολιότητα ἔχειν, ἀνίσως προσβάλλομαι, Ἱππ. 400. 8. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων μὲ διεστραμμένον ἦθος, ἀπιστία, ἀδικία, Ἑβδ. Ἰεζεκ. ΙϚ΄, 5).