θιασεία
From LSJ
ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills
English (LSJ)
ἡ, Bacchic
A revel, Procl.H.1.21.
German (Pape)
[Seite 1211] ἡ, der feierliche Aufzug eines θίασος, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
θιᾰσεία: ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ θιάσου, εὐθυμία πανηγυρική, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἥλ. 21.