τόργος
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
English (LSJ)
ὁ,
A vulture, Call.Fr.204, Lyc.357, 1080, prob. cj. in Muson. Fr.18Ap.98H. II τ. ὑγρόφοιτος, i.e. swan, Lyc.88.
German (Pape)
[Seite 1129] ὁ, der Geier; VLL. aus Callim. fr. 204; Lycophr. 357, der auch den Schwan τόργος ὑγρόφοιτος nennt, 88.
Greek (Liddell-Scott)
τόργος: ὁ, γύψ. Καλλ. Ἀποσπ. 204, Λυκόφρ. 357, 1080. ΙΙ. τόργος ὑγρόφοιτος, δηλ. κύκνος, ὁ αὐτ. 88.