πασιφανής

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾱσῐφᾰνής Medium diacritics: πασιφανής Low diacritics: πασιφανής Capitals: ΠΑΣΙΦΑΝΗΣ
Transliteration A: pasiphanḗs Transliteration B: pasiphanēs Transliteration C: pasifanis Beta Code: pasifanh/s

English (LSJ)

ές, = foreg., Ἀρετά

   A shining Virtue, B.12.176.

German (Pape)

[Seite 531] ές, = παμφανής, Allen sichtbar, Nonn. Io. 12, 10.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
φανερός σε όλους, ολοφάνερος, πασίδηλος.
επίρρ...
πασιφανώς Ν
με ολοφάνερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του πᾶς + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι)].