ἀποπεραίνω
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
A complete, finish, in fut. ἀποπερᾰνῶ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 318] ganz zu Ende führen, vollenden, Suid. ἀποπερατίζω, dasselbe, Schol. Ar. Nub. 1456.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπεραίνω: ἄγω εἰς πέρας, τελειώνω, «ἀποπερανῶ· ἀποπληρώσω, ἀποτελέσω» Ἡσύχ.· ἀποπεραίνων εὐχὰς Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 518Α.