ἐμβοθρόομαι
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
A to be embedded in a cavity, Hp.Cord.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβοθρόομαι: παθ., κοιλαίνομαι, σχηματίζομαι εἰς βόθρον, καὶ βόθρον ἐμβεβόθρωται τὸ εἶδος εἴκελον ὅλμῳ Ἱππ. 269. 8.