ἐμβοθρόομαι
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
to be embedded in a cavity, Hp.Cord.5.
Spanish (DGE)
ahondarse, hundirse c. ac. int. βόθρον ἐμβεβόθρωται τὸ εἶδος εἴκελον ὅλμῳ (el ventrículo izquierdo) se hunde en un hueco semejante en la forma a un mortero Hp.Cord.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβοθρόομαι: παθ., κοιλαίνομαι, σχηματίζομαι εἰς βόθρον, καὶ βόθρον ἐμβεβόθρωται τὸ εἶδος εἴκελον ὅλμῳ Ἱππ. 269. 8.