φέλλερα
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
German (Pape)
[Seite 1260] B. A. 315, 10, τὰ πετρώδη καὶ αἰγίβοτα χωρία, soll φελλέα od. φελλία heißen.
Greek Monolingual
τά, Α
(κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τὰ πετρώδη καὶ αἰγίβοτα χωρία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. φελλεύς.