ἀνυπομόνητος
English (LSJ)
ον,
A unbearable, κακόν Chrysipp.Stoic.3.131; ἀ. θεάσασθαι Arist.Mir. 843a15, cf. D.S.3.29, D.H.6.51, CratesEp.29,etc. Adv. -τως Hsch. s.v. ἀστέκτως. II Act., not enduring, Procl.Par.Ptol.224.
German (Pape)
[Seite 266] dasselbe, Arist. mirab. 130; καὶ δεινὴ ὄψις D. Hal. 6, 51; καὶ πικραὶ κατηγορίαι 9, 44.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπομόνητος: -ον, ἀφόρητος, Ἀριστ. π. Θαυμ. 130. 2, Διόδ. 3. 29, «ἀνήκεστον, ἀθεράπευτον, ἀνυπομόνητον» Ἐρωτ. σ. 92. 2) ὁ μὴ ἔχων ὑπομονήν, Νεῖλ. 216D. - Ἐπίρρ. ἀνυπομονήτως, ἄνευ ὑπομονῆς, Μακάρ. 517D: πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἀστέκτως.