χαλαργός
From LSJ
πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west
English (LSJ)
όν, Dor. for χηλαργός.
German (Pape)
[Seite 1326] dor. = χηλαργός, schnellfüßig, weißfüßig, Soph.
Greek (Liddell-Scott)
χᾱλαργός: -όν, Δωρ. ἀντὶ χηλαργός.