μήτρως
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
Dor. ματρ-, ὁ, gen. ωος and ω JRS16.58 (Eumeneia) (Att. acc. to Suid.), acc. ωα and ων; pl. always of the third declen.:—
A maternal uncle, Il.2.662, 16.717, Hdt.4.80, etc.: dat. μάτρωϊ Pi.I.7 (6).24. 2 generally, relation by the mother's side, μάτρωες ἄνδρες Id.O.6.77, cf. N.10.37, E.HF43. 3 = μητροπάτωρ, Pi.O.9.63.
German (Pape)
[Seite 180] ωος und ω, acc. μήτρωα, Mutterbruder; Il. 2, 662. 16, 717; Her. 4, 80; oft Pind., dat. μάτρῳ, N. 4, 80, u. μάτρωϊ, I. 6, 24; er braucht es auch = ματροπάτωρ, μάτρωος ἰσώνυμον, Ol. 9, 68 (wie Eur. bei Poll. 3, 16); μάτρωες ἄνδρες übh. für Verwandte von mütterlicher Seite, 6, 77; vgl. Eur. Herc. fur. 43.
Greek (Liddell-Scott)
μήτρως: Δωρ. μᾱτρ-, ὁ˙ γεν. ωος καὶ ω, αἰτ. ωα καὶ ων˙ ὁ πληθ. ἀείποτε κατὰ τὴν γ΄ κλίσιν, ὡς τὸ πάτρως˙ - πρὸς μητρὸς θεῖος, Ἰλ. Β. 662., Π. 717, Ἡρόδ. 4. 80, κτλ. 2) καθόλου, συγγενὴς πρὸς μητρός, μάτρωες ἄνδρες Πινδ. Π. 6. 130, πρβλ. Ν. 10. 70, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 43. 3) = μητροπάτωρ, Πινδ. Ο. 9. 96.