ἐσχατάω

From LSJ
Revision as of 09:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχᾰτάω Medium diacritics: ἐσχατάω Low diacritics: εσχατάω Capitals: ΕΣΧΑΤΑΩ
Transliteration A: eschatáō Transliteration B: eschataō Transliteration C: eschatao Beta Code: e)sxata/w

English (LSJ)

(ἔσχατος)

   A to be at the edge, Hom. (only in Il.) always in Ep. part., εἴ τινά που δητων ἕλοι ἐσχατόωντα straying about the edge of the camp, Il.10.206 ; Ἀνθηδών, Μύρσινος ἐσχατόωσα, lying on the border, 2.508, 616 ; ἕσπερος ἐ. the extreme west, Call.Del.174, cf. Theoc.7.77 ; κάρηνον ἐ. sinciput, Arat.207 : with a Verb, τεχθήσεται ἐσχατόωσα at last, Man.4.459.

German (Pape)

[Seite 1045] oder ἐσχατόω, der Aeußerste, Letzte sein, nur partic. ἐσχατόων, -τόωσα, z. B. εἴ τινά που δηΐων ἕλοι ἐσχατόωντα, einen äußersten der Feinde, einen Nachzügler, Il. 10, 206; Ἀνθηδών, Μύρσινος ἐσχατόωσα, an der äußersten Gränze gelegen, 2, 508. 616; Καύκασον ἐσχατόωντα Theocr. 5, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχατάω: (ἔσχατος) μένω ἔσχατος, Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ., εἴ τινά που δηίων ἕλοι ἐσχατόωντα, ὕστατον ὑπολειπόμενον, Ἰλ. Κ. 206· ἐπὶ πόλεως, Ἀνθηδόνα τ᾿ ἐσχατόωσαν, «τὴν ἐν τοῖς ἐσχάτοις μέρεσι τῆς Βοιωτίας κειμένην» (Σχολ.), Β. 508, Μύρσινος ἐσχατόωσα αὐτόθι 616· ἀφ᾿ ἑσπέρου ἐσχατόωντος, ἀπὸ τῆς ἐσχάτης δύσεως, Καλλίμ. εἰς Δῆλ. 174· κάρηνον ἔσχατ., τὸ βρέγμα, Ἄρατ. 207: - μετὰ ῥήματος, τεχθήσεται ἐσχατόωσα, ἐπὶ τέλους, Μανέθων 4. 459.