ἐκδιαιτάομαι

From LSJ
Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

German (Pape)

[Seite 757] von der bisherigen, gewohnten Lebensweise abweichen; εἴ τί που ἐξεδεδιῄτητο τῶν καθεστώτων νομίμων, ob er etwa in Etwas von der bestehenden Sitte abgewichen, Thuc. 1, 132; μηδὲν ἐκδιαιτώμενος τῶν πατρίων Dion. Hal. 5, 74; Sp. auch c. acc., wie Philo. Auch Μήδεια ἤδη εἰς τὰ ἀμείνω καὶ Ἑλληνικὰ ἐκδεδιῃτημένη, Ath. XIII, 556 c, hat seine Lebensart zum Bessern geändert.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδιαιτάομαι: μέσ., ἐξέρχομαι τοῦ συνήθους τρόπου τοῦ βίου μου, μεταβάλλω συνηθείας, ἕξεις, Ἰππ. 378. 27· ἐκδ. ἐκ τῶν καθεστώτων νομίμων Θουκ. 1. 132, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 74, Ἀθήν. 556C· ― παρὰ μεταγεν., καὶ μετ’ αἰτ., Φίλων 2. 128· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργητ., ἐξεδιῄτησε τὴν πάτριον ἁγνείαν Ἰώσηπ. Ἰ. Π. 7. 8, 1 Bekk.