φερεαυγής
From LSJ
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
English (LSJ)
ές, poet. for φεραυγής, AP9.634.
German (Pape)
[Seite 1261] ές, poet. statt φερα υγής, κοίρανος αἴγλης Ep. ad. 339 (IX, 634).
Greek (Liddell-Scott)
φερεαυγής: -ές, ποιητ. ἀντὶ φεραυγής, φερεαυγέα κοίρανον αἴγλης Ἀνθ. Παλ. 9. 634.