κατάπυρος
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
German (Pape)
[Seite 1373] angezündet, sehr feurig, heiß; bei Theocr. an der unter καταπυρίζω angeführten Stelle vermuthet man κάππυρος εὖσα.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπυρος: -ον, διάπυρος, πεπυρωμένος, ἀναμμένος.