νεβρίας
English (LSJ)
ου, ὁ,
A dappled like a fawn, γαλεός Arist.HA565a26, cf. Hsch.s.v. λάδας.
German (Pape)
[Seite 235] ὁ, einem Hirschkalbe ähnlich, so bunt gefleckt, γαλεός, Arist. H. A. 6, 10.
Greek (Liddell-Scott)
νεβρίας: -ου, ὁ, ποικίλος, κατάστικτος ὡς νεβρός, γαλεὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 10, 10.