μυνδός
From LSJ
English (LSJ)
όν,
A dumb, S.Fr.1072, Lyc.1375; μυνδότεροι νεπόδων Call. Fr.260.
German (Pape)
[Seite 217] (μύω, mutus), stumm; Callim. fr. 260; Lycophr. 1375; von den Alten abgeleitet von μὴ αὐδῶν; den Accent bemerkt Arcad. p. 48, 11. Vgl. Casaub. zu Ath. p. 538.
Greek (Liddell-Scott)
μυνδός: -όν, (μύω) ἄλαλος, βωβός, Σοφ. Ἀποσπ. 914, Καλλ. Ἀποσπ. 260, Λυκόφρ. 1375. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μύνδος (παροξυτόνως) ἄφωνος... ἢ ἐνεός. καὶ πόλις τῆς Ἀσίας Μύνδος».