φρήτρη
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
ἡ, Ion. for φράτρα (q.v.); also φρητρία, IG14.759 (Naples, φητρ- lapis).
German (Pape)
[Seite 1306] ἡ, u. φρήτριος, ion. = φράτρα, φράτριος.
Greek (Liddell-Scott)
φρήτρη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ φράτρα, Ἐπικ. δοτ. φρήτρῃφιν.