μουσηγέτης

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

German (Pape)

[Seite 211] ὁ, gew. in dor. Form μουσαγέτης (w. m. s.), vgl. Lob. Phryn. 430.

Greek Monolingual

μουσηγέτης, δωρ. τ. μουσαγέτας, ὁ (Α)
1. ως κύριο όν. (για τον Απόλλωνα) ο ηγέτης τών Μουσών
2. συνθέτης μελωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα (Ι) + -ᾱγέτας / -ηγέτης (< ἡγοῦμαι), πρβλ. ιππ-ηγέτης, νυμφ-ηγέτης].