σκαφοειδής
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ές,
A like a bowl, hollow, Eudox.Ars 12.9, D.S.2.31, Placit.2.22.2, al., Gal.UP3.6, Ach. Tat.Intr.Arat.19; τὸ σ. bowl-shaped body, Placit.2.24.3.
German (Pape)
[Seite 890] ές, nachen-, kahnartig, kahnähnlich, Plut. placit. phil. 2, 22.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰφοειδής: -ές, ὁ ὅμοιος πρὸς λέμβον ἢ πλοιάριον, Διόδ. 2. 31· ὅμοιος πρὸς σκάφην ἢ λεκάνην, Στοβ. Ἐκλ.: Φυσ. σ. 46 Gaisf., Πλούτ. 2. 890D κἐξ.· τὸ σκαφοειδές, σῶμα ἔχον τὸ σχῆμα λεκάνης ἢ σκάφης, Πλούτ. 2. 891Ε.