παραιβασία
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
German (Pape)
[Seite 479] ἡ, poet. st. παραβασία, = παράβασις, Uebertretung, Vergehen; Hes. Th. 220; Aesch. Spt. 725; sp. D., wie Qu. Sm. 13, 382, παραιβασίῃσι νόοιο.
Russian (Dvoretsky)
παραιβᾰσία: ион. παραιβασίη ἡ нарушение, прегрешение Hes.