ἀρτιοδύναμος
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A of even power, of numbers the halves of which are even, Nicom.Ar.1.8.
German (Pape)
[Seite 362] Nicom. ar. 1, 8, dem Werthe nach gerade, dem ἀρτιώνυμος entggstzt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιοδύνᾰμος: -ον, ὁ ἄρτίαν ἔχων δύναμιν, ἐπὶ τῶν ἀριθμῶν, ὧν τὰ ἡμίση εἶναι ἄρτια, π.χ. ὁ ἀριθμ. 64 εἶναι ἀρτιοδύναμος, διότι τὸ ἥμισυ αὐτοῦ εἶναι 32, καὶ τούτου τὸ ἥμισυ 16, καὶ τούτου 8 μέχρι τῆς μονάδος, ἥτις «φύσει ἄτομος οὖσα οὐκέτι ἐπιδέχεται τὸ ἥμισυ», Νικομ. Ἀριθμ. 1. 8.