ἀκατάπαυστος

From LSJ
Revision as of 10:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάπαυστος Medium diacritics: ἀκατάπαυστος Low diacritics: ακατάπαυστος Capitals: ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: akatápaustos Transliteration B: akatapaustos Transliteration C: akatapafstos Beta Code: a)kata/paustos

English (LSJ)

ον,

   A not to be set at rest, incessant, Plb.4.17.4, D.S.11.67, etc.; that cannotceasefrom, τινός 2 Ep.Pet.2.14. Adv. -τως Sch.A.R.1.1001.    II not to be checked, irresistible, PMag.Par.1.2364.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάπαυστος: -ον, ὅστις δὲν δύναται νὰ ἀναπαυθῇ, ἀδιάλειπτος, Πολύβ. 4. 17, 4, κτλ.: ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταπαύσῃ τις, μ. γεν. ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, μὴ παυομένους ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 14. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 1002.