ἄποικος

From LSJ
Revision as of 09:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄποικος Medium diacritics: ἄποικος Low diacritics: άποικος Capitals: ΑΠΟΙΚΟΣ
Transliteration A: ápoikos Transliteration B: apoikos Transliteration C: apoikos Beta Code: a)/poikos

English (LSJ)

ον,

   A away from home, abroad, ἄ. πέμπειν τινὰ γῆς to send away from one's native land, S.OT1518.    II mostly as Subst.,    1 of persons, settler, colonist, Hdt.5.97, Th.1.25,38, 7.57, etc.    2 of cities, πόλιν Σινωπέων ἄποικον ἐν τῇ Κολχίδι χώρᾳ X.An.5.3.2, cf. 6.2.1, Ar.Lys.582: hence A. calls iron Χάλυβος Σκυθῶν ἄ. Th.729 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 304] ὁ, der Auswanderer, Kolonist, in Beziehung auf das Mutterland; ἔποικος in Beziehung auf die Pflanzstadt; die Alten unterscheiden ἄποικος, Ansiedler in wüstem Lande, ἔποικος, Ansiedler, nach einer schon bestehenden Stadt geschickt; überall, bes. bei Geschichtsschreibern; übertr., Aesch. χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος Spt. 710, aus Seythien hierher gebracht; γῆς ἄποικον πέμπειν τινά Soph. O.R. 1518, ausdem Lande vertreiben.

Greek (Liddell-Scott)

ἄποικος: -ον, ὁ μακρὰν τοῦ οἴκου, ὁ ἐν ξένῃ γῇ, ὁ ἐν ὁδοιπορίᾳ, ἄπ. πέμπειν τινὰ γῆς, ἀποπέμπειν ἐκ τῆς ἰδίας αὐτοῦ χώρας, Σοφ. Ο. Τ. 1518. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ. 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ μεταναστεύων ἐκ τῆς πατρίδος αὐτοῦ εἰς ξένην χώραν, ὁ ἐγκατασταθεὶς ἐν γῇ ξένῃ (ἀναφορικῶς πρὸς τὴν μητρόπολιν), Ἡρόδ. 5. 97, Θουκ. 1. 24, 35., 7. 57, κτλ. πόλιν Σινωπέων ἄποικον ἐν τῇ Κολχίδι χώρᾳ Ξεν. Ἀν. 5. 3, 2· ἐντεῦθεν ὁ Αἰσχύλος ὁμιλῶν περὶ σιδήρου λέγει Χάλυβος Σκυθᾶν ἄποικος Ἑπτ. ἐπὶ Θήβ. 729. 2) ἄποικος (ἐξυπακουομένου τοῦ πόλις) ἡ, = ἀποικία, ἀποικίς, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 2., 6. 2, 1· καὶ μετὰ τοῦ πόλις Ἀριστοφ. Λυσ. 582.