ἐπιγνώμων
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A arbiter, umpire, judge, c.gen.rei, Pl.Lg.828b, LXX Pr.12.26, CIG(add.) 3641b27 (Lampsacus); αἰτιῶν Plu.Cam.18; ὀσφρήσιος, of the nose, Hp.Ep.23; ἐ. τῆς τιμῆς appraiser, D.37.40: abs., Luc.Deor. Conc.15. 2. in pl., inspectors, Lys.7.25 ap.Harp. (γνώμονας codd.). II. = συγγνώμων, pardoning, τινί Mosch.4.70. III. acquainted with, φύσεως, γυναικῶν, Ph.1.29, 2.274; τέχνης S.E.M.7.56.
German (Pape)
[Seite 933] ον, erkennend, bes. ein schiedsrichterliches Erkenntniß fällend, substantivisch, τούτων ἐπιγνώμονές τε καὶ δικασταί Plat. Legg. VIII, 843 d, öfter; τῆς τιμῆς τοῦ παιδός, der den Werth des Sklaven taxirt, Dem. 37, 40; Schiedsrichter auch Plut. Cam. 18. Nach Harpocr. brauchte es Lys. = ἐπίσκοπος, Aufseher der heiligen Oelbäume in Athen; aber 7, 25 steht γνώμων. – Nachsichtig, verzeihend, τινί, Mosch. 4, 71; – einsichtig, verständig, Ggstz von ἰδιώτης, τινός, gezt. Emp. adv. log. 1, 56 adv. rhet. 67 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγνώμων: -ονος, ὁ, ἡ, διαιτητής, κριτής, μετὰ γεν. πράγμ. Πλάτ. Νομ. 828Β, πρβλ. 847C, 867Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 3641b, Πλουτ. Κάμιλλ. 18· τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς τιμῆς εἶναι τοῦ παιδός, ἐκτιμητὴν τῆς ἀξίας τοῦ δούλου, Δημ. 978. 11. ΙΙ. = συγγνώμων. τινὶ Μὸσχ. 4. 70. III. γνώμων, «ἐπιγνώμονας ἀντὶ τοῦ ἐπισκόπους, Λυσίας ἐν τῷ περὶ τοῦ Σηκοῦ (7. 25)» Ἁρποκρ., ἴδε τὴν λέξιν γνώμων Ι, καὶ πρβλ. Α. Β. σ. 228. 23.