ἀκατάσκοπος
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
ον,
A gloss on ἀνώϊστος, Sch.Opp.C.4.101.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάσκοπος: -ον, ἄσκεπτος, Κύριλλ. Ἀλ. πρὸς Νεστ. 2, σ. 47.
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Full diacritics: ἀκατάσκοπος | Medium diacritics: ἀκατάσκοπος | Low diacritics: ακατάσκοπος | Capitals: ΑΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ |
Transliteration A: akatáskopos | Transliteration B: akataskopos | Transliteration C: akataskopos | Beta Code: a)kata/skopos |
ον,
A gloss on ἀνώϊστος, Sch.Opp.C.4.101.
ἀκατάσκοπος: -ον, ἄσκεπτος, Κύριλλ. Ἀλ. πρὸς Νεστ. 2, σ. 47.