σμοιός

From LSJ
Revision as of 10:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65

German (Pape)

[Seite 911] = σκυθρωπός, auch μοιός u. σμυός, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

σμοιός: -ή, -όν, Ἀρκάδ. 37, σμοῖος, α, ον, Θεόγνωστ. ἐν Ὀξων. Ἀνεκδ. 49, = σκυθρωπός· ὡσαύτως μοιός, σμυός, Γραμμ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χαλεπός, φοβερός, στυγνός».