κνύζω
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
German (Pape)
[Seite 1464] u. med. κνύζομαι, = κνυζάω (w. m. s.). βρέφη κνυζόμενα Dion. Hal. 1, 79; τῆς κυνὸς κνυζομένης Plut. amat. narr. 3. – Bei E. M. 523, 3 auch = κνύω, κνάω.
Greek Monolingual
κνύζω (Α)
1. ξύνω
2. παράγω άναρθρο ήχο
3. (για σκύλους) γαυγίζω σιγανά με παράπονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κνυζῶ (Ι) κατά τα βαρύτονα ρ.].