προκρουσμός
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
German (Pape)
[Seite 731] ὁ, bei Instrumenten dasselbe, wie προλημματισμός im Gesange, Bryen. Harmon. 3, 3.
Greek Monolingual
ὁ, Α προκρούω
η πρόκρουσις.
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
[Seite 731] ὁ, bei Instrumenten dasselbe, wie προλημματισμός im Gesange, Bryen. Harmon. 3, 3.
ὁ, Α προκρούω
η πρόκρουσις.