προκρουσμός

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

German (Pape)

[Seite 731] ὁ, bei Instrumenten dasselbe, wie προλημματισμός im Gesange, Bryen. Harmon. 3, 3.

Greek Monolingual

ὁ, Α προκρούω
η πρόκρουσις.