προκρουσμός
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
German (Pape)
[Seite 731] ὁ, bei Instrumenten dasselbe, wie προλημματισμός im Gesange, Bryen. Harmon. 3, 3.
Greek Monolingual
ὁ, Α προκρούω
η πρόκρουσις.