προκρούω
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
A beat out and so stretch, whence the name of the robber Προκρούστης, who stretched all his captives on the same bed, τῶν ἐλαττόνων τοὺς πόδας προέκρουεν D.S.4.59.
2 attack, Dor. impf. πρὤκροον (πρόκροον codd.) Ar.Lys.1252.
II sens. obsc., Id.Ec.1017.
German (Pape)
[Seite 731] (s. κρούω), durch Schlagen, Treiben, Hämmern od. Schmieden ausdehnen, recken u. martern, s. Προκρούστης, nom. propr. – Bei Ar. Eccl. 1017 = ein Frauenzimmer beschlafen, wie κρούω. – Vgl. auch πρόκροον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-κρούω, Dor. imperf. πρώκροον, aanvallen:; πρώκροον σιείκελοι ποττὰ κᾶλα als goden vechtend stortten zij zich op de schepen Aristoph. Lys. 1252; overdr. seks.. πρὶν ἂν τὴν γραῦν προκρούσῃ πρῶτον voordat hij zich eerst op de oude vrouw heeft gestort Aristoph. Eccl. 1017.
Russian (Dvoretsky)
προκρούω:
1 ударами растягивать (τοὺς πόδας τινὸς π. Diod.);
2 нападать, атаковать: π. ποττὰ κᾶλα Arph. совершать нападение на корабли;
3 Arph. = βινέω.
Greek (Liddell-Scott)
προκρούω: κρούω τι καὶ οὕτω διὰ τῆς κρούσεως ἐκτείνω αὐτό, ὅθεν ἐκλήθη ὁ λῃστὴς Προκρούστης, ὅστις ἥπλωνεν ἢ ἐτάνυε τοὺς αἰχμαλώτους αὑτοῦ ἅπαντας ἐπὶ τῆς αὐτῆς κλίνης καὶ τῶν ἐλαττόνων τοὺς πόδας προέκρουεν Διόδ. 4. 59. 2) προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, Ἀριστοφ. Λυσ. 1252, ἐν τῷ Δωρ. παρατ. πρόκροον ἢ (κατὰ τὸν Ahrens D. Dor. 188) πρὤκροον. ΙΙ. ὡς τὸ κρούω, 8, συνευρίσκομαι μετὰ γυναικός, τῆς τὸ κτυπῶ, μὴ σποδεῖν αὐτὴν πρὶν ἂν τὴν γραῦν προκρούσῃ πρῶτον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1017.
Greek Monolingual
και δωρ. παρατ. πρόκροον, και λακων. παρατ. προύκρουον Α
1. χτυπώ κάτι
2. επιμηκύνω, τεντώνω κάτι σφυρηλατώντας το ([για τον Προκρούστη] «τῶν ἐλαττόνων τοὺς πόδας προέκρουεν», Διόδ.)
2. επιτίθεμαι
3. (σχετικά με γυναίκα) συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι («μὴ σποδεῖν αὐτὴν πρὶν ἂν τὴν γραῡν προκρούσῃ πρῶτον», Αριστοφ.).