δειλιάω
From LSJ
English (LSJ)
A to be afraid, LXX De.1.28, al., D.S.20.78, Paul.Aeg.3.76. (Later Gr. for ἀποδειλ-.)
German (Pape)
[Seite 537] furchtsam sein, D. Sic. 20, 78, vgl. ἀποδειλιάω.
Greek (Liddell-Scott)
δειλιάω: φοβοῦμαι, Διόδ. 20. 78· συνηθέστερον ἐν τῷ συνθέτῳ ἀποδειλ-.