ἀσίγητος
From LSJ
ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμή → customary price of artaba
English (LSJ)
ον,
A never silent, Call.Del.286, Nonn.D.42.405, al.
German (Pape)
[Seite 370] nicht verschwiegen. plauderhaft, Sp., τιθήνη Nonn. D. 8, 335; u. öfter; κύκνοι 8, 229.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσίγητος: -ον, ὁ μὴ σιγῶν, ὁ ἀεὶ λαλῶν, ὁ ἀεὶ θορυβῶν, ἀσιγήτοιο λέβητος Καλλ. εἰς Δῆλ. 286, Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. 203, Νόνν. - Ἐπίρρ. -τως Ἰω. Χρυσ. 21, τ. 5. σ. 129, 37.