ἀπερυγγάνω
From LSJ
ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν → Libya always bears something new
English (LSJ)
aor. ἀπήρῠγον,
A belch forth, disgorge, τὴν κραιπάλην Alciphr.3.32, cf. Nic.Th.253: metaph., vent, D.L.5.77, Ph.1.639. II abs., eructate, Arist.Pr.962a8.
German (Pape)
[Seite 288] ausspeien, Alciphr. 3, 32 κραιπάλην; vgl. D. Sic. 5, 77.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερυγγάνω: ἀόρ. ἀπήρῠγον, ἐξερεύγομαι, ἐξεμῶ, τὴν κραιπάλην Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 517· οὕτω Νικ. Θ. 253, Διόγ. Λ. 5. 77, Φίλων 1. 639· ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλω χύνομαι, Νικήτ. Ἀκομ. Ἅλωσ. Πόλεως σ. 410C. II. ἀπολ., ἐρεύγομαι, Ἀριστ. Πρβλ. 33. 5.